- ἐπιχηρεύω
- ἐπιχηρεύω,A remain in widowhood,
μετά τινος τελευτήν J.AJ20.7.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μετά τινος τελευτήν J.AJ20.7.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιχηρεύω — ἐπιχηρεύω (Α) παραμένω χήρα, δεν παντρεύομαι μετά τον θάνατο τού συζύγου … Dictionary of Greek
ἐπιχηρεύειν — ἐπιχηρεύω remain in widowhood pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχηρεύσασα — ἐπιχηρεύσᾱσα , ἐπιχηρεύω remain in widowhood aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)